- εξανδρούμαι
- ἐξανδροῡμαι, -όομαι (Α)1. γίνομαι άνδρας, φθάνω σε πλήρη ανδρική ηλικία («τέχνην δὲ τίνα ποτ' εἶχες ἐξανδρούμενος», Αριστοφ.)2. μεταβάλλομαι σε άνδρα3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐξανδρούμενον, ὀρθιάζοντα».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.